Translation meaning & definition of the word "tidbit" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουνέλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tidbit
[Κουτί]/tɪdbɪt/
noun
1. A small tasty bit of food
- synonym:
- choice morsel ,
- tidbit ,
- titbit
1. Ένα μικρό νόστιμο κομμάτι του φαγητού
- συνώνυμο:
- επιλογή του μορέστ ,
- τιτλοδότησε ,
- τίτλοσ