Translation meaning & definition of the word "ticklish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελληνικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ticklish
[Επίκαιροσ]/tɪkəlɪʃ/
adjective
1. Difficult to handle
- Requiring great tact
- "Delicate negotiations with the big powers"
- "Hesitates to be explicit on so ticklish a matter"
- "A touchy subject"
- synonym:
- delicate ,
- ticklish ,
- touchy
1. Δύσκολο να χειριστεί
- Απαιτεί μεγάλη τακτική
- "Λεπτές διαπραγματεύσεις με τις μεγάλες δυνάμεις"
- "Καθορίζει να είναι σαφής σε έτσι επιλέξτε ένα θέμα"
- "Ένα ευαίσθητο θέμα"
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- επιτήδειοσ ,
- αιχμηρός