Translation meaning & definition of the word "ticking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπορία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ticking
[Κολλώ]/tɪkɪŋ/
noun
1. A metallic tapping sound
- "He counted the ticks of the clock"
- synonym:
- tick ,
- ticking
1. Ένας μεταλλικός ήχος πατήματος
- "Μετρούσε τα τσιμπούρια του ρολογιού"
- συνώνυμο:
- τσιμπώ ,
- τσιμπούρι
2. A strong fabric used for mattress and pillow covers
- synonym:
- ticking
2. Ένα ισχυρό ύφασμα που χρησιμοποιείται για τις καλύψεις στρωμάτων και μαξιλαριών
- συνώνυμο:
- τσιμπούρι