Translation meaning & definition of the word "ticker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εισιτήριο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ticker
[Γαργαλιστήσ]/tɪkər/
noun
1. The hollow muscular organ located behind the sternum and between the lungs
- Its rhythmic contractions move the blood through the body
- "He stood still, his heart thumping wildly"
- synonym:
- heart ,
- pump ,
- ticker
1. Το κοίλο μυϊκό όργανο που βρίσκεται πίσω από το στέρνο και μεταξύ των πνευμόνων
- Οι ρυθμικές συσπάσεις του κινούν το αίμα μέσω του σώματος
- "Στάθηκε ακίνητος, η καρδιά του χτυπούσε άγρια"
- συνώνυμο:
- καρδιά ,
- αντλία ,
- τσιμπούρι
2. A small portable timepiece
- synonym:
- watch ,
- ticker
2. Ένα μικρό φορητό ρολόι
- συνώνυμο:
- ρολόι ,
- τσιμπούρι
3. A character printer that automatically prints stock quotations on ticker tape
- synonym:
- ticker ,
- stock ticker
3. Ένας εκτυπωτής χαρακτήρων που εκτυπώνει αυτόματα τις τιμές αποθεμάτων στην ταινία εισιτηρίων
- συνώνυμο:
- τσιμπούρι