Translation meaning & definition of the word "tibia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τυμπία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tibia
[Κνήμη]/tɪbiə/
noun
1. The inner and thicker of the two bones of the human leg between the knee and ankle
- synonym:
- tibia ,
- shinbone ,
- shin bone ,
- shin
1. Το εσωτερικό και παχύτερο από τα δύο οστά του ανθρώπινου ποδιού μεταξύ του γόνατος και του αστραγάλου
- συνώνυμο:
- τίμπια ,
- σπονδυλική στήλη ,
- λαμπερό οστό ,
- λαμπ