Translation meaning & definition of the word "tibet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεμβάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tibet
[Θιβέτ]/təbɛt/
noun
1. An autonomous region of the peoples republic of china
- Located in the himalayas
- synonym:
- Tibet ,
- Thibet ,
- Xizang ,
- Sitsang
1. Αυτόνομη περιοχή της λαϊκής δημοκρατίας της κίνας
- Βρίσκεται στα ιμαλάια
- συνώνυμο:
- Θιβέτ ,
- Ξιζάνγκ ,
- Σιτσάνγκ