Translation meaning & definition of the word "ti" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ti
[Τι]/ti/
noun
1. A light strong grey lustrous corrosion-resistant metallic element used in strong lightweight alloys (as for airplane parts)
- The main sources are rutile and ilmenite
- synonym:
- titanium ,
- Ti ,
- atomic number 22
1. Ένα ελαφρύ γκρι λαμπερό ανθεκτικό στη διάβρωση μεταλλικό στοιχείο που χρησιμοποιείται στα ισχυρά ελαφριά κράματα ( για τα μέρη αεροπλάνου)
- Οι κύριες πηγές είναι ρουτίλιο και ιλμενίτη
- συνώνυμο:
- τιτάνιο ,
- Τι ,
- ατομικός αριθμός 22
2. Shrub with terminal tufts of elongated leaves used locally for thatching and clothing
- Thick sweet roots are used as food
- Tropical southeastern asia, australia and hawaii
- synonym:
- ti ,
- Cordyline terminalis
2. Θάμνος με τελικές τούφες από επιμήκη φύλλα που χρησιμοποιούνται τοπικά για κνησμό και ρούχα
- Οι παχιές γλυκές ρίζες χρησιμοποιούνται ως τρόφιμα
- Τροπική νοτιοανατολική ασία, αυστραλία και χαβάη
- συνώνυμο:
- τι ,
- Τερματικό σταθμό κορδυλίνης
3. The syllable naming the seventh (subtonic) note of any musical scale in solmization
- synonym:
- ti ,
- te ,
- si
3. Η συλλαβή που ονομάζει την έβδομη (-υποτονικό) νότα οποιασδήποτε μουσικής κλίμακας στην ηλιοποίηση
- συνώνυμο:
- τι ,
- τε ,
- σι