Translation meaning & definition of the word "thyme" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θυματοποιημένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thyme
[Θυμάρι]/θaɪm/
noun
1. Any of various mints of the genus thymus
- synonym:
- thyme
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα νομισματοκοπεία του γένους θύμος
- συνώνυμο:
- θυμάρι
2. Leaves can be used as seasoning for almost any meat and stews and stuffings and vegetables
- synonym:
- thyme
2. Τα φύλλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως καρύκευμα για σχεδόν οποιοδήποτε κρέας και στιφάδο και γέμιση και λαχανικά
- συνώνυμο:
- θυμάρι