Translation meaning & definition of the word "thumping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόσκρουση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thumping
[Ανατροπή]/θəmpɪŋ/
noun
1. A heavy dull sound (as made by impact of heavy objects)
- synonym:
- thump ,
- thumping ,
- clump ,
- clunk ,
- thud
1. Ένας βαρύς θαμπός ήχος (ας γίνεται από την επίδραση των βαρέων αντικειμένων)
- συνώνυμο:
- ανατριχίλα ,
- αναβοσβήνει ,
- συστάδα ,
- αποσπώ ,
- τουλάχιστον
adjective
1. (used informally) very large
- "A thumping loss"
- synonym:
- humongous ,
- banging ,
- thumping ,
- whopping ,
- walloping
1. (χρησιμοποιείται ανεπίσημα) πολύ μεγάλο
- "Απώλεια αντιπαράθεσης"
- συνώνυμο:
- χουμόγγουσ ,
- χτυπώντασ ,
- αναβοσβήνει ,
- επιτίθεμαι ,
- ταριχεύω
Examples of using
They had been thumping the drum all along.
Είχαν πετάξει το τύμπανο από την αρχή.