Translation meaning & definition of the word "thump" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πήδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thump
[Κατακλύζω]/θəmp/
noun
1. A heavy dull sound (as made by impact of heavy objects)
- synonym:
- thump ,
- thumping ,
- clump ,
- clunk ,
- thud
1. Ένας βαρύς θαμπός ήχος (ας γίνεται από την επίδραση των βαρέων αντικειμένων)
- συνώνυμο:
- ανατριχίλα ,
- αναβοσβήνει ,
- συστάδα ,
- αποσπώ ,
- τουλάχιστον
2. A heavy blow with the hand
- synonym:
- thump
2. Ένα βαρύ χτύπημα με το χέρι
- συνώνυμο:
- ανατριχίλα
verb
1. Move rhythmically
- "Her heart was beating fast"
- synonym:
- beat ,
- pound ,
- thump
1. Κινηθείτε ρυθμικά
- "Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα"
- συνώνυμο:
- νικητής ,
- λίρα ,
- ανατριχίλα
2. Make a dull sound
- "The knocker thudded against the front door"
- synonym:
- thud ,
- thump
2. Κάντε έναν βαρετό ήχο
- "Ο ρόπαλος χτύπησε την μπροστινή πόρτα"
- συνώνυμο:
- τουλάχιστον ,
- ανατριχίλα
3. Hit hard with the hand, fist, or some heavy instrument
- "The salesman pounded the door knocker"
- "A bible-thumping southern baptist"
- synonym:
- thump ,
- pound ,
- poke
3. Χτυπήστε σκληρά με το χέρι, τη γροθιά, ή κάποιο βαρύ όργανο
- "Ο πωλητής χτύπησε το ρόπτρο της πόρτας"
- "Μια βίβλος που αντλεί νότιο βαπτιστή"
- συνώνυμο:
- ανατριχίλα ,
- λίρα ,
- πουκ