Translation meaning & definition of the word "thrust" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπιστοσύνη" στην ελληνική γλώσσα
Thrust
[Εμπιστοσύνη]noun
1. The force used in pushing
- "The push of the water on the walls of the tank"
- "The thrust of the jet engines"
- synonym:
- push ,
- thrust
1. Η δύναμη που χρησιμοποιείται για την ώθηση
- "Η ώθηση του νερού στους τοίχους της δεξαμενής"
- "Η ώθηση των κινητήρων τζετ"
- συνώνυμο:
- ώθηση
2. A strong blow with a knife or other sharp pointed instrument
- "One strong stab to the heart killed him"
- synonym:
- stab ,
- thrust ,
- knife thrust
2. Ένα ισχυρό χτύπημα με ένα μαχαίρι ή άλλο αιχμηρό μυτερό όργανο
- "Μια ισχυρή μαχαιριά στην καρδιά τον σκότωσε"
- συνώνυμο:
- μαχαιρώ ,
- ώθηση ,
- ώθηση μαχαιριών
3. The act of applying force to propel something
- "After reaching the desired velocity the drive is cut off"
- synonym:
- drive ,
- thrust ,
- driving force
3. Η πράξη της εφαρμογής βίας για να ωθήσει κάτι
- "Μετά την επίτευξη της επιθυμητής ταχύτητας η κίνηση κόβεται"
- συνώνυμο:
- οδηγώ ,
- ώθηση ,
- κινητήριος δύναμη
4. Verbal criticism
- "He enlivened his editorials with barbed thrusts at politicians"
- synonym:
- thrust
4. Λεκτική κριτική
- "Ζωογόνησε τις συντάξεις του με στραβοπατημένες ώσεις στους πολιτικούς"
- συνώνυμο:
- ώθηση
5. A sharp hand gesture (resembling a blow)
- "He warned me with a jab with his finger"
- "He made a thrusting motion with his fist"
- synonym:
- jab ,
- jabbing ,
- poke ,
- poking ,
- thrust ,
- thrusting
5. Μια απότομη χειρονομία χειρός (συναρμολόγηση ενός χτυπήματος)
- "Με προειδοποίησε με ένα τσίμπημα με το δάχτυλό του"
- "Έβαλε μια αναστατωμένη κίνηση με τη γροθιά του"
- συνώνυμο:
- τζαμπ ,
- τραβώ ,
- πουκ ,
- παραπονιέμαι ,
- ώθηση
verb
1. Push forcefully
- "He thrust his chin forward"
- synonym:
- thrust
1. Πιέστε δυναμικά
- "Σήκωσε το πηγούνι του προς τα εμπρός"
- συνώνυμο:
- ώθηση
2. Press or force
- "Stuff money into an envelope"
- "She thrust the letter into his hand"
- synonym:
- thrust ,
- stuff ,
- shove ,
- squeeze
2. Πρέσα ή δύναμη
- "Βάλτε τα χρήματα σε ένα φάκελο"
- "Έβαλε το γράμμα στο χέρι του"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- πράγματα ,
- ανακατώνω ,
- συμπιέζω
3. Make a thrusting forward movement
- synonym:
- lunge ,
- hurl ,
- hurtle ,
- thrust
3. Κάντε μια προωθητική κίνηση
- συνώνυμο:
- παραφυάδα ,
- βιάζω ,
- βομβαρδίζω ,
- ώθηση
4. Impose urgently, importunately, or inexorably
- "She forced her diet fads on him"
- synonym:
- force ,
- thrust
4. Επιβάλλει επειγόντως, εισαγωγικά, ή αναπόφευκτα
- "Ανάγκασε τη διατροφή της να τον παρασύρει"
- συνώνυμο:
- δύναμη ,
- ώθηση
5. Penetrate or cut through with a sharp instrument
- synonym:
- pierce ,
- thrust
5. Διεισδύστε ή κόψτε με ένα αιχμηρό όργανο
- συνώνυμο:
- τρύπημα ,
- ώθηση
6. Force (molten rock) into pre-existing rock
- synonym:
- thrust
6. Δύναμη (μόλτεν ροκ) σε προϋπάρχον βράχο
- συνώνυμο:
- ώθηση
7. Push upward
- "The front of the trains that had collided head-on thrust up into the air"
- synonym:
- thrust ,
- push up
7. Σπρώχνω προς τα πάνω
- "Το μπροστινό μέρος των τρένων που είχαν συγκρουστεί με το κεφάλι ωθήθηκε στον αέρα"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- σπρώχνω
8. Place or put with great energy
- "She threw the blanket around the child"
- "Thrust the money in the hands of the beggar"
- synonym:
- throw ,
- thrust
8. Τοποθετήστε ή βάλτε με μεγάλη ενέργεια
- "Έριξε την κουβέρτα γύρω από το παιδί"
- "Εμπιστευθείτε τα χρήματα στα χέρια του ζητιάνου"
- συνώνυμο:
- ρίχνω ,
- ώθηση