Translation meaning & definition of the word "thrown" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "καλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thrown
[Καταφεύγω]/θroʊn/
adjective
1. Caused to fall to the ground
- "The thrown rider got back on his horse"
- "A thrown wrestler"
- "A ball player thrown for a loss"
- synonym:
- thrown
1. Προκαλείται να πέσει στο έδαφος
- "Ο πεταμένος αναβάτης πήρε πίσω στο άλογό του"
- "Ένας παλαιστής που ρίχνεται"
- "Ένας παίκτης μπάλα ρίχτηκε για μια απώλεια"
- συνώνυμο:
- ρίχνω
2. Twisted together
- As of filaments spun into a thread
- "Thrown silk is raw silk that has been twisted and doubled into yarn"
- synonym:
- thrown ,
- thrown and twisted
2. Συντριμμένος
- Από τα νήματα πετάγονται σε ένα νήμα
- "Το καφέ μετάξι είναι ακατέργαστο μετάξι που έχει στριμμένο και διπλασιασμένο σε νήμα"
- συνώνυμο:
- ρίχνω ,
- πεταμένος και στριμμένος
Examples of using
Tom was thrown out of the bar.
Ο Τομ πετάχτηκε έξω από το μπαρ.
He was thrown in prison for robbery.
Τον πέταξαν στη φυλακή για ληστεία.
Shut up or you'll be thrown out.
Σκάσε ή θα σε πετάξουν έξω.