Translation meaning & definition of the word "throwaway" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πέταγμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Throwaway
[Πετώντασ]/θroʊəwe/
noun
1. (sometimes offensive) a homeless boy who has been abandoned and roams the streets
- synonym:
- street arab ,
- gamin ,
- throwaway
1. ( μερικές φορές επιθετικό ) ένα άστεγο αγόρι που έχει εγκαταλειφθεί και περιπλανιέται στους δρόμους
- συνώνυμο:
- αραβικός δρόμος ,
- αλεπάλλητοσ ,
- αποβάλλω
2. An advertisement (usually printed on a page or in a leaflet) intended for wide distribution
- "He mailed the circular to all subscribers"
- synonym:
- circular ,
- handbill ,
- bill ,
- broadside ,
- broadsheet ,
- flier ,
- flyer ,
- throwaway
2. Μια διαφήμιση (συνήθως τυπωμένη σε μια σελίδα ή σε ένα φυλλάδιο) που προορίζεται για ευρεία διανομή
- "Έβαλε την εγκύκλιο σε όλους τους συνδρομητές"
- συνώνυμο:
- κυκλικός ,
- χειριστήριο ,
- λογαριασμός ,
- ευρύτερο ,
- ευρύ φύλλο ,
- ανεμοδαρμένοσ ,
- φυλλάδιο ,
- αποβάλλω
3. Words spoken in a casual way with conscious under-emphasis
- synonym:
- throwaway
3. Λέξεις που ομιλούνται με περιστασιακό τρόπο με συνειδητή υπο-έμφαση
- συνώνυμο:
- αποβάλλω
adjective
1. Thrown away
- "Wearing someone's cast-off clothes"
- "Throwaway children living on the streets"
- "Salvaged some thrown-away furniture"
- synonym:
- cast-off(a) ,
- discarded ,
- throwaway(a) ,
- thrown-away(a)
1. Πεταμένος
- "Φορώντας τα ρούχα κάποιου"
- "Πετάξτε τα παιδιά που ζουν στους δρόμους"
- "Άλασε κάποια έπιπλα που πετάχτηκαν"
- συνώνυμο:
- αυτο-οφ( ,
- απορρίπτω ,
- αποβίβαση(α ,
- ριγμένο (-)
2. Intended to be thrown away after use
- "Throwaway diapers"
- synonym:
- throwaway(p)
2. Προορίζεται να απορριφθεί μετά τη χρήση
- "Πεταχτές πάνες"
- συνώνυμο:
- πεταξτε ()<TAG1><TAG1>