Translation meaning & definition of the word "thriving" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ακμάζουσα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thriving
[Ευδοκιμώντας]/θraɪvɪŋ/
adjective
1. Very lively and profitable
- "Flourishing businesses"
- "A palmy time for stockbrokers"
- "A prosperous new business"
- "Doing a roaring trade"
- "A thriving tourist center"
- "Did a thriving business in orchids"
- synonym:
- booming ,
- flourishing ,
- palmy ,
- prospering ,
- prosperous ,
- roaring ,
- thriving
1. Πολύ ζωηρό και κερδοφόρο
- "Ανθισμένες επιχειρήσεις"
- "Μια παλαβή εποχή για χρηματιστές"
- "Μια ευημερούσα νέα επιχείρηση"
- "Κάνοντας ένα βρυχηθμό εμπόριο"
- "Ένα ακμάζον τουριστικό κέντρο"
- "Έκανε μια ακμάζουσα επιχείρηση στις ορχιδέες"
- συνώνυμο:
- ανθηρός ,
- ανθηρή ,
- παλαμιαία ,
- ευημερώντας ,
- ευημερούσα ,
- βρυχηθμός ,
- ευδοκιμώντας