Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "thrill" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριλλήνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Thrill

[Θρίλι]
/θrɪl/

noun

1. The swift release of a store of affective force

  • "They got a great bang out of it"
  • "What a boot!"
  • "He got a quick rush from injecting heroin"
  • "He does it for kicks"
    synonym:
  • bang
  • ,
  • boot
  • ,
  • charge
  • ,
  • rush
  • ,
  • flush
  • ,
  • thrill
  • ,
  • kick

1. Η γρήγορη απελευθέρωση ενός καταστήματος συναισθηματικής δύναμης

  • "Πήραν ένα μεγάλο κτύπημα έξω από αυτό"
  • "Τι μπότα!"
  • "Πήρε μια γρήγορη βιασύνη από την έγχυση ηρωίνης"
  • "Το κάνει για κλωτσιές"
    συνώνυμο:
  • μπανγκ
  • ,
  • μποτάκι
  • ,
  • χρέωση
  • ,
  • βιασύνη
  • ,
  • επίπλευση
  • ,
  • συγκίνηση
  • ,
  • παραδίνω

2. An almost pleasurable sensation of fright

  • "A frisson of surprise shot through him"
    synonym:
  • frisson
  • ,
  • shiver
  • ,
  • chill
  • ,
  • quiver
  • ,
  • shudder
  • ,
  • thrill
  • ,
  • tingle

2. Μια σχεδόν ευχάριστη αίσθηση τρόμου

  • "Ένας φαρισαίος έκπληξης πυροβολήθηκε μέσα από αυτόν"
    συνώνυμο:
  • φρίσσον
  • ,
  • τρέμω
  • ,
  • ψύχρα
  • ,
  • τρεμοπαίζω
  • ,
  • τρέμων
  • ,
  • συγκίνηση
  • ,
  • τσούζω

3. Something that causes you to experience a sudden intense feeling or sensation

  • "The thrills of space travel"
    synonym:
  • thrill

3. Κάτι που σας κάνει να βιώσετε μια ξαφνική έντονη αίσθηση ή αίσθηση

  • "Οι συγκινήσεις των διαστημικών ταξιδιών"
    συνώνυμο:
  • συγκίνηση

verb

1. Cause to be thrilled by some perceptual input

  • "The men were thrilled by a loud whistle blow"
    synonym:
  • thrill

1. Αιτία να ενθουσιαστείτε από κάποια αντιληπτική εισαγωγή

  • "Οι άνδρες ενθουσιάστηκαν από ένα δυνατό χτύπημα σφυρίχτρας"
    συνώνυμο:
  • συγκίνηση

2. Feel sudden intense sensation or emotion

  • "He was thrilled by the speed and the roar of the engine"
    synonym:
  • thrill
  • ,
  • tickle
  • ,
  • vibrate

2. Αισθανθείτε ξαφνική έντονη αίσθηση ή συναίσθημα

  • "Ενθουσιάστηκε από την ταχύτητα και το βρυχηθμό του κινητήρα"
    συνώνυμο:
  • συγκίνηση
  • ,
  • γαργαλίζω
  • ,
  • δονείται

3. Tremble convulsively, as from fear or excitement

    synonym:
  • shudder
  • ,
  • shiver
  • ,
  • throb
  • ,
  • thrill

3. Τρέμουν σπασμωδικά, όπως από το φόβο ή τον ενθουσιασμό

    συνώνυμο:
  • τρέμων
  • ,
  • τρέμω
  • ,
  • παλλόμενοσ
  • ,
  • συγκίνηση

4. Fill with sublime emotion

  • "The children were thrilled at the prospect of going to the movies"
  • "He was inebriated by his phenomenal success"
    synonym:
  • exhilarate
  • ,
  • tickle pink
  • ,
  • inebriate
  • ,
  • thrill
  • ,
  • exalt
  • ,
  • beatify

4. Γεμίστε με υπέροχο συναίσθημα

  • "Τα παιδιά ήταν ενθουσιασμένα με την προοπτική να πάνε στις ταινίες"
  • "Ήταν ανίκανος από την επιτυχία του"
    συνώνυμο:
  • χαροποιώ
  • ,
  • γαργάλημα ροζ
  • ,
  • μεθάω
  • ,
  • συγκίνηση
  • ,
  • υψώνω
  • ,
  • νικητοποιώ