Translation meaning & definition of the word "threshold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατώφλι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Threshold
[Όριο]/θrɛʃoʊld/
noun
1. The starting point for a new state or experience
- "On the threshold of manhood"
- synonym:
- threshold
1. Το σημείο εκκίνησης για μια νέα κατάσταση ή εμπειρία
- "Στο κατώφλι της ανδρικής ηλικίας"
- συνώνυμο:
- όριο
2. The smallest detectable sensation
- synonym:
- threshold ,
- limen
2. Η μικρότερη ανιχνεύσιμη αίσθηση
- συνώνυμο:
- όριο ,
- λάιμ
3. The entrance (the space in a wall) through which you enter or leave a room or building
- The space that a door can close
- "He stuck his head in the doorway"
- synonym:
- doorway ,
- door ,
- room access ,
- threshold
3. Η είσοδος (ο χώρος σε ένα τείχος) μέσω του οποίου μπαίνετε ή αφήνετε ένα δωμάτιο ή ένα κτίριο
- Ο χώρος που μπορεί να κλείσει μια πόρτα
- "Κόλλησε το κεφάλι του στην πόρτα"
- συνώνυμο:
- πόρτα ,
- πρόσβαση στο δωμάτιο ,
- όριο
4. The sill of a door
- A horizontal piece of wood or stone that forms the bottom of a doorway and offers support when passing through a doorway
- synonym:
- doorsill ,
- doorstep ,
- threshold
4. Το περβάζι μιας πόρτας
- Ένα οριζόντιο κομμάτι ξύλου ή πέτρας που σχηματίζει το κάτω μέρος μιας πόρτας και προσφέρει υποστήριξη όταν περνάτε μέσα από μια πόρτα
- συνώνυμο:
- πόρτεσ ,
- κατώφλι ,
- όριο
5. A region marking a boundary
- synonym:
- brink ,
- threshold ,
- verge
5. Μια περιοχή που σηματοδοτεί ένα όριο
- συνώνυμο:
- γκρεμ ,
- όριο ,
- περίγραμμα