Translation meaning & definition of the word "threefold" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τριπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Threefold
[Τριπλό]/θrifoʊld/
adjective
1. Three times as great or many
- "A claim for treble (or triple) damages"
- "A threefold increase"
- synonym:
- treble ,
- threefold ,
- three-fold ,
- triple
1. Τρεις φορές πιο μεγάλη ή πολλές
- "Μια αξίωση για τριπλές τριπλές ζημιές (ορ"
- "Τριπλάσια αύξηση"
- συνώνυμο:
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ ,
- τριπλάσιο
2. Having more than one decidedly dissimilar aspects or qualities
- "A double (or dual) role for an actor"
- "The office of a clergyman is twofold
- Public preaching and private influence"- r.w.emerson
- "Every episode has its double and treble meaning"-frederick harrison
- synonym:
- double ,
- dual ,
- twofold ,
- two-fold ,
- treble ,
- threefold ,
- three-fold
2. Έχοντας περισσότερες από μία ανόμοιες πτυχές ή ιδιότητες
- "Ένας διπλός ( ρόλος διπλού ) για έναν ηθοποιό"
- "Το γραφείο ενός κληρικού είναι διπλό
- Δημόσιο κήρυγμα και ιδιωτική επιρροή"- ρ.β.έμερσον
- "Κάθε επεισόδιο έχει το διπλό και τριπλό νόημά του"-φρέντερικ χάρισον
- συνώνυμο:
- διπλός ,
- διπλό ,
- τριπλασιάζω ,
- τριπλόσ ,
- τριπλάσιο
adverb
1. By a factor of three
- "Our rent increased threefold in the past five years"
- synonym:
- threefold ,
- three times
1. Με έναν συντελεστή τριών
- "Το ενοίκιο μας αυξήθηκε τριπλάσιο τα τελευταία πέντε χρόνια"
- συνώνυμο:
- τριπλόσ ,
- τρεις φορές