Translation meaning & definition of the word "threat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απειλή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Threat
[Απειλή]/θrɛt/
noun
1. Something that is a source of danger
- "Earthquakes are a constant threat in japan"
- synonym:
- menace ,
- threat
1. Κάτι που είναι πηγή κινδύνου
- "Οι σεισμοί είναι μια συνεχής απειλή στην ιαπωνία"
- συνώνυμο:
- απειλή
2. A warning that something unpleasant is imminent
- "They were under threat of arrest"
- synonym:
- threat
2. Μια προειδοποίηση ότι κάτι δυσάρεστο επίκειται
- "Απειλούνται με σύλληψη"
- συνώνυμο:
- απειλή
3. Declaration of an intention or a determination to inflict harm on another
- "His threat to kill me was quite explicit"
- synonym:
- threat
3. Δήλωση πρόθεσης ή αποφασιστικότητας πρόκλησης βλάβης σε άλλο
- "Η απειλή του να με σκοτώσει ήταν αρκετά σαφής"
- συνώνυμο:
- απειλή
4. A person who inspires fear or dread
- "He was the terror of the neighborhood"
- synonym:
- terror ,
- scourge ,
- threat
4. Ένα άτομο που εμπνέει φόβο ή φόβο
- "Ήταν ο τρόμος της γειτονιάς"
- συνώνυμο:
- τρόμος ,
- μάστιγα ,
- απειλή
Examples of using
You're a threat to our mission.
Είστε απειλή για την αποστολή μας.
They're not a threat.
Δεν είναι απειλή.
Don't worry about Tom. He isn't a threat.
Μην ανησυχείς για τον Τομ. Δεν είναι απειλή.