Translation meaning & definition of the word "thrall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψηλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thrall
[Θραλ]/θrɔl/
noun
1. The state of being under the control of another person
- synonym:
- bondage ,
- slavery ,
- thrall ,
- thralldom ,
- thraldom
1. Η κατάσταση του να είναι κάτω από τον έλεγχο ενός άλλου ατόμου
- συνώνυμο:
- δουλεία ,
- παραλία ,
- θράλντομ ,
- παλαιότητα
2. Someone held in bondage
- synonym:
- thrall
2. Κάποιος κρατήθηκε σε δουλεία
- συνώνυμο:
- παραλία