Translation meaning & definition of the word "thousandth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χιλιάδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thousandth
[Χιλιοστόσ]/θaʊzəndθ/
noun
1. Position 1,000 in a countable series of things
- synonym:
- thousandth
1. Θέση 1.000 σε μια αριθμήσιμη σειρά των πραγμάτων
- συνώνυμο:
- χιλιοστόσ
2. One part in a thousand equal parts
- synonym:
- one-thousandth ,
- thousandth
2. Ένα μέρος σε χίλια ίσα μέρη
- συνώνυμο:
- ένα χιλιοστό ,
- χιλιοστόσ
adjective
1. The ordinal number of one thousand in counting order
- synonym:
- thousandth ,
- 1000th
1. Ο τελικός αριθμός των χίλιων στη σειρά μέτρησης
- συνώνυμο:
- χιλιοστόσ ,
- 1000
Examples of using
This is my thousandth English sentence.
Αυτή είναι η χιλιοστή μου αγγλική πρόταση.