Translation meaning & definition of the word "thoughtfulness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκέψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thoughtfulness
[Στοχαστικότητα]/θɔtfəlnɪs/
noun
1. A calm, lengthy, intent consideration
- synonym:
- contemplation ,
- reflection ,
- reflexion ,
- rumination ,
- musing ,
- thoughtfulness
1. Μια ήρεμη, μακρά, πρόθεση εξέτασης
- συνώνυμο:
- περισυλλογή ,
- αντανάκλαση ,
- απολέπιση ,
- παραποίηση ,
- προσεκτικότητα
2. Kind and considerate regard for others
- "He showed no consideration for her feelings"
- synonym:
- consideration ,
- considerateness ,
- thoughtfulness
2. Ευγενική και διακριτική σεβασμό για τους άλλους
- "Δεν έδειξε καμία εκτίμηση για τα συναισθήματά της"
- συνώνυμο:
- εξέταση ,
- επιφυλακτικότητα ,
- προσεκτικότητα
3. The trait of thinking carefully before acting
- synonym:
- thoughtfulness
3. Το χαρακτηριστικό της σκέψης προσεκτικά πριν ενεργήσει
- συνώνυμο:
- προσεκτικότητα
4. A considerate and thoughtful act
- synonym:
- consideration ,
- thoughtfulness
4. Μια προσεκτική και στοχαστική πράξη
- συνώνυμο:
- εξέταση ,
- προσεκτικότητα