Translation meaning & definition of the word "thoughtful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκεπτόμενη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thoughtful
[Στοχαστικός]/θɔtfəl/
adjective
1. Having intellectual depth
- "A deeply thoughtful essay"
- synonym:
- thoughtful
1. Έχοντας πνευματικό βάθος
- "Ένα βαθιά στοχαστικό δοκίμιο"
- συνώνυμο:
- στοχαστικός
2. Exhibiting or characterized by careful thought
- "A thoughtful paper"
- synonym:
- thoughtful
2. Εκθέτοντας ή χαρακτηρίζοντας από προσεκτική σκέψη
- "Ένα στοχαστικό χαρτί"
- συνώνυμο:
- στοχαστικός
3. Acting with or showing thought and good sense
- "A sensible young man"
- synonym:
- thoughtful ,
- serious-minded
3. Ενεργώντας με ή δείχνοντας σκέψη και καλή λογική
- "Ένας λογικός νεαρός"
- συνώνυμο:
- στοχαστικός ,
- σοβαρόσ
4. Taking heed
- Giving close and thoughtful attention
- "Heedful of the warnings"
- "So heedful a writer"
- "Heedful of what they were doing"
- synonym:
- heedful ,
- attentive ,
- thoughtful ,
- paying attention
4. Προσοχή
- Δίνοντας στενή και στοχαστική προσοχή
- "Ακούστε τις προειδοποιήσεις"
- "Τόσο προσεκτικοί συγγραφείς"
- "Φοβούνται τι έκαναν"
- συνώνυμο:
- προσοχή ,
- προσεκτικός ,
- στοχαστικός
5. Considerate of the feelings or well-being of others
- synonym:
- thoughtful
5. Διακριτική των συναισθημάτων ή της ευημερίας των άλλων
- συνώνυμο:
- στοχαστικός
Examples of using
Oh, thanks! How thoughtful.
Ω, ευχαριστώ! Πόσο στοχαστικό.
Looking for somebody sincere, open-minded, thoughtful.
Ψάχνετε για κάποιον ειλικρινή, ανοιχτόμυαλο, στοχαστικό.