Translation meaning & definition of the word "thorn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κερατάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thorn
[Πορνογραφία]/θɔrn/
noun
1. Something that causes irritation and annoyance
- "He's a thorn in my flesh"
- synonym:
- irritant ,
- thorn
1. Κάτι που προκαλεί ερεθισμό και ενόχληση
- "Είναι ένα αγκάθι στη σάρκα μου"
- συνώνυμο:
- ερεθιστικό ,
- αγκάθι
2. A small sharp-pointed tip resembling a spike on a stem or leaf
- synonym:
- spine ,
- thorn ,
- prickle ,
- pricker ,
- sticker ,
- spikelet
2. Μια μικρή αιχμηρή άκρη που μοιάζει με ακίδα σε ένα στέλεχος ή φύλλο
- συνώνυμο:
- σπονδυλική στήλη ,
- αγκάθι ,
- τσιμπώ ,
- αυτοκόλλητο ,
- πηκτή
3. A germanic character of runic origin
- synonym:
- thorn
3. Γερμανικός χαρακτήρας ρυθμικής προέλευσης
- συνώνυμο:
- αγκάθι
Examples of using
I have a thorn in my finger.
Έχω ένα αγκάθι στο δάχτυλό μου.
Like a thorn stuck in your throat.
Σαν ένα αγκάθι κολλημένο στο λαιμό σου.
There is no rose without a thorn.
Δεν υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθι.