Translation meaning & definition of the word "thorax" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θώρακας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thorax
[Θώρακα]/θɔræks/
noun
1. The middle region of the body of an arthropod between the head and the abdomen
- synonym:
- thorax
1. Η μεσαία περιοχή του σώματος ενός αρθροπόδων μεταξύ του κεφαλιού και της κοιλιάς
- συνώνυμο:
- θώρακα
2. The part of the human torso between the neck and the diaphragm or the corresponding part in other vertebrates
- synonym:
- thorax ,
- chest ,
- pectus
2. Το μέρος του ανθρώπινου κορμού μεταξύ του λαιμού και του διαφράγματος ή το αντίστοιχο μέρος σε άλλα σπονδυλωτά
- συνώνυμο:
- θώρακα ,
- στήθος ,
- πηκτόσ
3. Part of an insect's body that bears the wings and legs
- synonym:
- thorax
3. Μέρος του σώματος ενός εντόμου που φέρει τα φτερά και τα πόδια
- συνώνυμο:
- θώρακα