Translation meaning & definition of the word "thirteenth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δέκατος τρίτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thirteenth
[Δέκατοσ τρίτος]/θərtinθ/
noun
1. Position 13 in a countable series of things
- synonym:
- thirteenth
1. Θέση 13 σε μια μετρήσιμη σειρά πραγμάτων
- συνώνυμο:
- δέκατοσ τρίτος
adjective
1. Coming next after the twelfth in position
- synonym:
- thirteenth ,
- 13th
1. Επόμενο μετά το δωδέκατο στη θέση του
- συνώνυμο:
- δέκατοσ τρίτος ,
- 13ος
Examples of using
Many buildings in New York don't have a thirteenth floor.
Πολλά κτίρια στη Νέα Υόρκη δεν έχουν δέκατο τρίτο όροφο.