Translation meaning & definition of the word "thirst" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δίπλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thirst
[Δίψα]/θərst/
noun
1. A physiological need to drink
- synonym:
- thirst ,
- thirstiness
1. Φυσιολογική ανάγκη να πίνετε
- συνώνυμο:
- δίψα
2. Strong desire for something (not food or drink)
- "A thirst for knowledge"
- "Hunger for affection"
- synonym:
- hunger ,
- hungriness ,
- thirst ,
- thirstiness
2. Ισχυρή επιθυμία για κάτι (όχι φαγητό ή ποτό)
- "Δίψα για γνώση"
- "Πανουργία για την αγάπη"
- συνώνυμο:
- πείνα ,
- πεινασμένο ,
- δίψα
verb
1. Feel the need to drink
- synonym:
- thirst
1. Νιώστε την ανάγκη να πιείτε
- συνώνυμο:
- δίψα
2. Have a craving, appetite, or great desire for
- synonym:
- crave ,
- hunger ,
- thirst ,
- starve ,
- lust
2. Έχετε μια λαχτάρα, όρεξη, ή μεγάλη επιθυμία για
- συνώνυμο:
- λαχταρώ ,
- πείνα ,
- δίψα ,
- λιμοκτονώ ,
- λαγνεία
Examples of using
‘What is the brook without burning thirst for?’, Arkadź Kulašoŭ asks in his verse.
‘Τι είναι το ρυάκι χωρίς να καίει τη δίψα για;’, ο Αρκάντ Κούλουκο ζητάει στο στίχο του.
I'm dying of thirst.
Πεθαίνω από δίψα.