Translation meaning & definition of the word "third" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρίτο" στην ελληνική γλώσσα
Third
[Τρίτος]noun
1. One of three equal parts of a divisible whole
- "It contains approximately a third of the minimum daily requirement"
- synonym:
- one-third ,
- third ,
- tierce
1. Ένα από τα τρία ίσα μέρη ενός διαιρετού συνόλου
- "Περιέχει περίπου το ένα τρίτο της ελάχιστης ημερήσιας απαίτησης"
- συνώνυμο:
- ένα τρίτο ,
- τρίτος ,
- τιερσ
2. The fielding position of the player on a baseball team who is stationed near the third of the bases in the infield (counting counterclockwise from home plate)
- "He is playing third"
- synonym:
- third base ,
- third
2. Η θέση του παίκτη σε μια ομάδα του μπέιζμπολ που σταθμεύει κοντά στο τρίτο των βάσεων στο υπόστρωμα ( μέτρηση αριστερόστροφα από
- "Παίζει τρίτος"
- συνώνυμο:
- τρίτη βάση ,
- τρίτος
3. Following the second position in an ordering or series
- "A distant third"
- "He answered the first question willingly, the second reluctantly, and the third with resentment"
- synonym:
- third
3. Ακολουθώντας τη δεύτερη θέση σε μια παραγγελία ή σειρά
- "Ένα μακρινό τρίτο"
- "Απάντησε στην πρώτη ερώτηση πρόθυμα, τη δεύτερη απρόθυμα, και την τρίτη με δυσαρέσκεια"
- συνώνυμο:
- τρίτος
4. The musical interval between one note and another three notes away from it
- "A simple harmony written in major thirds"
- synonym:
- third
4. Το μουσικό διάστημα μεταξύ μιας νότας και άλλων τριών νοτών μακριά από αυτήν
- "Μια απλή αρμονία γραμμένη στα μεγάλα τρίτα"
- συνώνυμο:
- τρίτος
5. The third from the lowest forward ratio gear in the gear box of a motor vehicle
- "You shouldn't try to start in third gear"
- synonym:
- third gear ,
- third
5. Το τρίτο από το χαμηλότερο εργαλείο αναλογίας προς τα εμπρός στο κιβώτιο εργαλείων ενός μηχανοκίνητου οχήματος
- "Δεν πρέπει να προσπαθήσετε να ξεκινήσετε με τρίτο εργαλείο"
- συνώνυμο:
- τρίτο εργαλείο ,
- τρίτος
6. The base that must be touched third by a base runner in baseball
- "He was cut down on a close play at third"
- synonym:
- third base ,
- third
6. Η βάση που πρέπει να αγγιχτεί τρίτη από έναν δρομέα βάσης στο μπέιζμπολ
- "Μειώθηκε σε ένα στενό παιχνίδι στην τρίτη"
- συνώνυμο:
- τρίτη βάση ,
- τρίτος
adjective
1. Coming next after the second and just before the fourth in position
- synonym:
- third ,
- 3rd ,
- tertiary
1. Έρχεται μετά τη δεύτερη και λίγο πριν την τέταρτη θέση
- συνώνυμο:
- τρίτος ,
- 3ος ,
- τριτογενή
adverb
1. In the third place
- "Third we must consider unemployment"
- synonym:
- third ,
- thirdly
1. Στην τρίτη θέση
- "Τρίτον, πρέπει να εξετάσουμε την ανεργία"
- συνώνυμο:
- τρίτος ,
- τρίτον