Translation meaning & definition of the word "thinly" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυρίως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thinly
[Λεπτότερα]/θɪnli/
adverb
1. Without force or sincere effort
- "Smiled thinly"
- synonym:
- thinly
1. Χωρίς βία και ειλικρινή προσπάθεια
- "Χαμογελαστά λεπτά"
- συνώνυμο:
- λεπτά
2. Without viscosity
- "The blood was flowing thin"
- synonym:
- thinly ,
- thin
2. Χωρίς ιξώδες
- "Το αίμα ρέει λεπτό"
- συνώνυμο:
- λεπτά ,
- λεπτός
3. In a small quantity or extent
- "Spread the margarine thinly over the meat"
- "Apply paint lightly"
- synonym:
- thinly ,
- lightly
3. Σε μικρή ποσότητα ή έκταση
- "Απλώστε τη μαργαρίνη λεπτά πάνω από το κρέας"
- "Εφαρμόστε ελαφρά χρώμα"
- συνώνυμο:
- λεπτά ,
- ελαφρά
4. In a widely distributed manner
- "Thinly overgrown mountainside"
- synonym:
- thinly
4. Με ευρέως διαδεδομένο τρόπο
- "Κυρίως κατάφυτη βουνοπλαγιά"
- συνώνυμο:
- λεπτά