Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "think" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκεφτείτε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Think

[Σκεφτείτε]
/θɪŋk/

noun

1. An instance of deliberate thinking

  • "I need to give it a good think"
    synonym:
  • think

1. Μια περίπτωση σκόπιμης σκέψης

  • "Πρέπει να το σκεφτώ καλά"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

verb

1. Judge or regard

  • Look upon
  • Judge
  • "I think he is very smart"
  • "I believe her to be very smart"
  • "I think that he is her boyfriend"
  • "The racist conceives such people to be inferior"
    synonym:
  • think
  • ,
  • believe
  • ,
  • consider
  • ,
  • conceive

1. Δικαστής ή σεβασμός

  • Κοιτάζω
  • Δικαστής
  • "Νομίζω ότι είναι πολύ έξυπνος"
  • "Πιστεύω ότι είναι πολύ έξυπνη"
  • "Νομίζω ότι είναι ο φίλος της"
  • "Ο ρατσιστής κρύβει τέτοιους ανθρώπους να είναι κατώτεροι"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι
  • ,
  • πιστεύω
  • ,
  • εξετάζω
  • ,
  • συλλαμβάνω

2. Expect, believe, or suppose

  • "I imagine she earned a lot of money with her new novel"
  • "I thought to find her in a bad state"
  • "He didn't think to find her in the kitchen"
  • "I guess she is angry at me for standing her up"
    synonym:
  • think
  • ,
  • opine
  • ,
  • suppose
  • ,
  • imagine
  • ,
  • reckon
  • ,
  • guess

2. Περιμένετε, πιστέψτε ή υποθέστε

  • "Φαντάζομαι ότι κέρδισε πολλά χρήματα με το νέο της μυθιστόρημα"
  • "Σκέφτηκα να τη βρω σε κακή κατάσταση"
  • "Δεν σκέφτηκε να την βρει στην κουζίνα"
  • "Υποθέτω ότι είναι θυμωμένη μαζί μου που την σηκώνει όρθια"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι
  • ,
  • οπίνη
  • ,
  • ας υποθέσουμε
  • ,
  • φανταστείτε
  • ,
  • υπολογίζω
  • ,
  • μαντέψτε

3. Use or exercise the mind or one's power of reason in order to make inferences, decisions, or arrive at a solution or judgments

  • "I've been thinking all day and getting nowhere"
    synonym:
  • think
  • ,
  • cogitate
  • ,
  • cerebrate

3. Χρησιμοποιήστε ή ασκήστε το μυαλό ή τη δύναμη της λογικής για να πάρετε συμπεράσματα, αποφάσεις ή να φτάσετε σε μια λύση ή κρίσεις

  • "Σκέφτομαι όλη μέρα και δεν πηγαίνω πουθενά"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι
  • ,
  • συνωμοτώ
  • ,
  • εγκεφαλικό

4. Recall knowledge from memory

  • Have a recollection
  • "I can't remember saying any such thing"
  • "I can't think what her last name was"
  • "Can you remember her phone number?"
  • "Do you remember that he once loved you?"
  • "Call up memories"
    synonym:
  • remember
  • ,
  • retrieve
  • ,
  • recall
  • ,
  • call back
  • ,
  • call up
  • ,
  • recollect
  • ,
  • think

4. Ανάκληση γνώσης από τη μνήμη

  • Έχω μια ανάμνηση
  • "Δεν θυμάμαι να λέω κάτι τέτοιο"
  • "Δεν μπορώ να σκεφτώ ποιο ήταν το επώνυμό της"
  • "Μπορείτε να θυμηθείτε τον αριθμό τηλεφώνου της?"
  • "Θυμάσαι ότι κάποτε σε αγαπούσε?"
  • "Καλέστε αναμνήσεις"
    συνώνυμο:
  • θυμηθείτε
  • ,
  • ανακτώ
  • ,
  • ανάκληση
  • ,
  • καλώ πίσω
  • ,
  • καλώ
  • ,
  • αναμνώ
  • ,
  • σκέφτομαι

5. Imagine or visualize

  • "Just think--you could be rich one day!"
  • "Think what a scene it must have been!"
    synonym:
  • think

5. Φανταστείτε ή απεικονίστε

  • "Απλά σκεφτείτε- θα μπορούσατε να είστε πλούσιοι μια μέρα!"
  • "Σκεφτείτε τι σκηνή πρέπει να ήταν!"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

6. Focus one's attention on a certain state

  • "Think big"
  • "Think thin"
    synonym:
  • think

6. Εστιάστε την προσοχή σας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση

  • "Σκεφτείτε μεγάλο"
  • "Σκεφτείτε λεπτό"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

7. Have in mind as a purpose

  • "I mean no harm"
  • "I only meant to help you"
  • "She didn't think to harm me"
  • "We thought to return early that night"
    synonym:
  • intend
  • ,
  • mean
  • ,
  • think

7. Να έχετε κατά νου ως σκοπό

  • "Δεν εννοώ κακό"
  • "Ήθελα να σε βοηθήσω"
  • "Δεν σκέφτηκε να με βλάψει"
  • "Σκεφτήκαμε να επιστρέψουμε νωρίς εκείνο το βράδυ"
    συνώνυμο:
  • σκοπεύω
  • ,
  • μέσος
  • ,
  • σκέφτομαι

8. Decide by pondering, reasoning, or reflecting

  • "Can you think what to do next?"
    synonym:
  • think

8. Αποφασίστε με τη σκέψη, τη συλλογιστική ή τη σκέψη

  • "Μπορείτε να σκεφτείτε τι να κάνετε στη συνέχεια?"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

9. Ponder

  • Reflect on, or reason about
  • "Think the matter through"
  • "Think how hard life in russia must be these days"
    synonym:
  • think

9. Αναλογιστήσ

  • Σκεφτείτε ή λόγο για
  • "Σκεφτείτε το θέμα"
  • "Σκεφτείτε πόσο δύσκολη πρέπει να είναι η ζωή στη ρωσία αυτές τις μέρες"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

10. Dispose the mind in a certain way

  • "Do you really think so?"
    synonym:
  • think

10. Απορρίψτε το μυαλό με έναν συγκεκριμένο τρόπο

  • "Πραγματικά το πιστεύεις αυτό?"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

11. Have or formulate in the mind

  • "Think good thoughts"
    synonym:
  • think

11. Έχετε ή διατυπώστε στο μυαλό

  • "Σκεφτείτε καλές σκέψεις"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

12. Be capable of conscious thought

  • "Man is the only creature that thinks"
    synonym:
  • think

12. Να είστε ικανοί για συνειδητή σκέψη

  • "Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα που σκέφτεται"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

13. Bring into a given condition by mental preoccupation

  • "She thought herself into a state of panic over the final exam"
    synonym:
  • think

13. Φέρτε σε μια δεδομένη κατάσταση από την ψυχική ανησυχία

  • "Θεώρησε τον εαυτό της σε κατάσταση πανικού για την τελική εξέταση"
    συνώνυμο:
  • σκέφτομαι

Examples of using

I think we have a lot in common.
Νομίζω ότι έχουμε πολλά κοινά.
I think there's a job opening up at our company, if you're interested.
Νομίζω ότι υπάρχει μια δουλειά που ανοίγει στην εταιρεία μας, αν σας ενδιαφέρει.
The future is closer than you think.
Το μέλλον είναι πιο κοντά από όσο νομίζετε.