Translation meaning & definition of the word "thing" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "πράγμα" στην ελληνική γλώσσα
Thing
[Πράγμα]noun
1. A special situation
- "This thing has got to end"
- "It is a remarkable thing"
- synonym:
- thing
1. Μια ιδιαίτερη κατάσταση
- "Αυτό το πράγμα πρέπει να τελειώσει"
- "Είναι κάτι αξιοσημείωτο"
- συνώνυμο:
- πράγμα
2. An action
- "How could you do such a thing?"
- synonym:
- thing
2. Μια δράση
- "Πως μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο;"
- συνώνυμο:
- πράγμα
3. A special abstraction
- "A thing of the spirit"
- "Things of the heart"
- synonym:
- thing
3. Μια ιδιαίτερη αφαίρεση
- "Ένα πράγμα του πνεύματος"
- "Πράγματα της καρδιάς"
- συνώνυμο:
- πράγμα
4. An artifact
- "How does this thing work?"
- synonym:
- thing
4. Ένα τεχνούργημα
- "Πώς λειτουργεί αυτό το πράγμα;"
- συνώνυμο:
- πράγμα
5. An event
- "A funny thing happened on the way to the..."
- synonym:
- thing
5. Ένα γεγονός
- "Ένα αστείο πράγμα συνέβη στο δρόμο για το..."
- συνώνυμο:
- πράγμα
6. A vaguely specified concern
- "Several matters to attend to"
- "It is none of your affair"
- "Things are going well"
- synonym:
- matter ,
- affair ,
- thing
6. Μια αόριστα διευκρινισμένη ανησυχία
- "Πολλά θέματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν"
- "Δεν είναι δική σου υπόθεση"
- "Τα πράγματα πάνε καλά"
- συνώνυμο:
- θέμα ,
- υπόθεση ,
- πράγμα
7. A statement regarded as an object
- "To say the same thing in other terms"
- "How can you say such a thing?"
- synonym:
- thing
7. Μια δήλωση που θεωρείται αντικείμενο
- "Να πω το ίδιο πράγμα με άλλους όρους"
- "Πως μπορείς να λες κάτι τέτοιο;"
- συνώνυμο:
- πράγμα
8. An entity that is not named specifically
- "I couldn't tell what the thing was"
- synonym:
- thing
8. Μια οντότητα που δεν κατονομάζεται συγκεκριμένα
- "Δεν μπορούσα να πω ποιο ήταν το πράγμα"
- συνώνυμο:
- πράγμα
9. Any attribute or quality considered as having its own existence
- "The thing i like about her is ..."
- synonym:
- thing
9. Οποιοδήποτε χαρακτηριστικό ή ιδιότητα θεωρείται ότι έχει τη δική του ύπαρξη
- "Αυτό που μου αρέσει σε αυτήν είναι ..."
- συνώνυμο:
- πράγμα
10. A special objective
- "The thing is to stay in bounds"
- synonym:
- thing
10. Ένας ειδικός στόχος
- "Το θέμα είναι να μείνεις στα όρια"
- συνώνυμο:
- πράγμα
11. A persistent illogical feeling of desire or aversion
- "He has a thing about seafood"
- "She has a thing about him"
- synonym:
- thing
11. Ένα επίμονο παράλογο αίσθημα επιθυμίας ή αποστροφής
- "Έχει κάτι με τα θαλασσινά"
- "Έχει κάτι γι' αυτόν"
- συνώνυμο:
- πράγμα
12. A separate and self-contained entity
- synonym:
- thing
12. Μια ξεχωριστή και αυτοτελής οντότητα
- συνώνυμο:
- πράγμα