Translation meaning & definition of the word "thin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λεπτό" στην ελληνική γλώσσα
Thin
[Λεπτό]verb
1. Lose thickness
- Become thin or thinner
- synonym:
- thin
1. Χάνω πάχος
- Γίνετε λεπτότεροι ή λεπτότεροι
- συνώνυμο:
- λεπτός
2. Make thin or thinner
- "Thin the solution"
- synonym:
- thin
2. Κάντε λεπτό ή λεπτότερο
- "Αυτή είναι η λύση"
- συνώνυμο:
- λεπτός
3. Lessen the strength or flavor of a solution or mixture
- "Cut bourbon"
- synonym:
- dilute ,
- thin ,
- thin out ,
- reduce ,
- cut
3. Μειώστε τη δύναμη ή τη γεύση ενός διαλύματος ή μείγματος
- "Κομμένο μπέρμπον"
- συνώνυμο:
- αραιώνω ,
- λεπτός ,
- λεπτόσ ,
- μειώνω ,
- κόβω
4. Take off weight
- synonym:
- reduce ,
- melt off ,
- lose weight ,
- slim ,
- slenderize ,
- thin ,
- slim down
4. Αφαιρέστε βάρος
- συνώνυμο:
- μειώνω ,
- λιώνω ,
- χάστε βάρος ,
- λεπτός ,
- λεπτύνω ,
- αδυνατίζω
adjective
1. Of relatively small extent from one surface to the opposite or in cross section
- "Thin wire"
- "A thin chiffon blouse"
- "A thin book"
- "A thin layer of paint"
- synonym:
- thin
1. Σχετικά μικρή έκταση από τη μία επιφάνεια στην αντίθετη ή στη διατομή
- "Λεπτό σύρμα"
- "Μια λεπτή μπλούζα σιφόν"
- "Ένα λεπτό βιβλίο"
- "Ένα λεπτό στρώμα του χρώματος"
- συνώνυμο:
- λεπτός
2. Lacking excess flesh
- "You can't be too rich or too thin"
- "Yon cassius has a lean and hungry look"-shakespeare
- synonym:
- thin ,
- lean
2. Απουσία υπερβολικής σάρκας
- "Δεν μπορείς να είσαι πολύ πλούσιος ή πολύ λεπτός"
- "Ο άγιος κάσσιος έχει μια άπαχη και πεινασμένη εμφάνιση"-σαίξπηρ
- συνώνυμο:
- λεπτός ,
- άνετοσ
3. Very narrow
- "A thin line across the page"
- synonym:
- slender ,
- thin
3. Πολύ στενό
- "Μια λεπτή γραμμή σε όλη τη σελίδα"
- συνώνυμο:
- λεπτός
4. Not dense
- "A thin beard"
- "Trees were sparse"
- synonym:
- sparse ,
- thin
4. Όχι πυκνό
- "Μια λεπτή γενειάδα"
- "Τα δέντρα ήταν αραιά"
- συνώνυμο:
- αραιά ,
- λεπτός
5. Relatively thin in consistency or low in density
- Not viscous
- "Air is thin at high altitudes"
- "A thin soup"
- "Skimmed milk is much thinner than whole milk"
- "Thin oil"
- synonym:
- thin
5. Σχετικά λεπτός στη συνοχή ή χαμηλή στην πυκνότητα
- Όχι παχύρρευστο
- "Ο αέρας είναι λεπτός σε μεγάλα υψόμετρα"
- "Μια λεπτή σούπα"
- "Το αποκορυφωμένο γάλα είναι πολύ λεπτότερο από το πλήρες γάλα"
- "Λεπτό λάδι"
- συνώνυμο:
- λεπτός
6. (of sound) lacking resonance or volume
- "A thin feeble cry"
- synonym:
- thin
6. ( του ηχομόνιου που δεν έχει συντονισμό ή όγκο
- "Μια λεπτή αδύναμη κραυγή"
- συνώνυμο:
- λεπτός
7. Lacking spirit or sincere effort
- "A thin smile"
- synonym:
- thin
7. Έλλειψη πνεύματος ή ειλικρινούς προσπάθειας
- "Ένα λεπτό χαμόγελο"
- συνώνυμο:
- λεπτός
8. Lacking substance or significance
- "Slight evidence"
- "A tenuous argument"
- "A thin plot"
- A fragile claim to fame"
- synonym:
- flimsy ,
- fragile ,
- slight ,
- tenuous ,
- thin
8. Έλλειψη ουσίας ή σημασίας
- "Ελαφρά αποδεικτικά στοιχεία"
- "Ένα επιχείρημα"
- "Μια λεπτή πλοκή"
- Ένας εύθραυστος ισχυρισμός για φήμη"
- συνώνυμο:
- αδύνατοσ ,
- εύθραυστοσ ,
- ελαφρύς ,
- επίμονοσ ,
- λεπτός
adverb
1. Without viscosity
- "The blood was flowing thin"
- synonym:
- thinly ,
- thin
1. Χωρίς ιξώδες
- "Το αίμα ρέει λεπτό"
- συνώνυμο:
- λεπτά ,
- λεπτός