Translation meaning & definition of the word "thimble" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "διπλό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thimble
[Δακτυλιοειδήσ]/θɪmbəl/
noun
1. As much as a thimble will hold
- synonym:
- thimble ,
- thimbleful
1. Όσο και ένας δακτύλιος θα κρατήσει
- συνώνυμο:
- δαχτυλήθρα ,
- αδύνατοσ
2. A small metal cap to protect the finger while sewing
- Can be used as a small container
- synonym:
- thimble
2. Ένα μικρό μεταλλικό καπάκι για να προστατεύσει το δάχτυλο κατά το ράψιμο
- Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα μικρό δοχείο
- συνώνυμο:
- δαχτυλήθρα