Translation meaning & definition of the word "thigh" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεγάλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thigh
[Ψηλά]/θaɪ/
noun
1. The part of the leg between the hip and the knee
- synonym:
- thigh
1. Το τμήμα του ποδιού μεταξύ του ισχίου και του γόνατος
- συνώνυμο:
- μηρός
2. The upper joint of the leg of a fowl
- synonym:
- second joint ,
- thigh
2. Η ανώτερη άρθρωση του ποδιού ενός πτηνού
- συνώνυμο:
- δεύτερη άρθρωση ,
- μηρός