Translation meaning & definition of the word "thick" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "χοντρή" στην ελληνική γλώσσα
Thick
[Χοντρός]noun
1. The location of something surrounded by other things
- "In the midst of the crowd"
- synonym:
- midst ,
- thick
1. Η τοποθεσία κάτι που περιβάλλεται από άλλα πράγματα
- "Εν μέσω του πλήθους"
- συνώνυμο:
- μέσα ,
- χοντρός
adjective
1. Not thin
- Of a specific thickness or of relatively great extent from one surface to the opposite usually in the smallest of the three solid dimensions
- "An inch thick"
- "A thick board"
- "A thick sandwich"
- "Spread a thick layer of butter"
- "Thick coating of dust"
- "Thick warm blankets"
- synonym:
- thick
1. Όχι λεπτή
- Συγκεκριμένου πάχους ή σχετικά μεγάλης έκτασης από τη μια επιφάνεια έως την αντίθετη συνήθως στη μικρότερη από τις τρεις στερεές διαστάσεις
- "Μια ίντσα πάχος"
- "Ένα χοντρό σανίδι"
- "Ένα παχύ σάντουιτς"
- "Απλώνουμε μια παχιά στρώση βούτυρο"
- "Παχύ επίστρωμα σκόνης"
- "Χοντρές ζεστές κουβέρτες"
- συνώνυμο:
- χοντρός
2. Having component parts closely crowded together
- "A compact shopping center"
- "A dense population"
- "Thick crowds"
- "A thick forest"
- "Thick hair"
- synonym:
- thick
2. Έχοντας συστατικά μέρη στενά συνωστισμένα μεταξύ τους
- "Ένα συμπαγές εμπορικό κέντρο"
- "Ένας πυκνός πληθυσμός"
- "Χοντρά πλήθη"
- "Ένα πυκνό δάσος"
- "Χοντρά μαλλιά"
- συνώνυμο:
- χοντρός
3. Relatively dense in consistency
- "Thick cream"
- "Thick soup"
- "Thick smoke"
- "Thick fog"
- synonym:
- thick
3. Σχετικά πυκνό σε συνοχή
- "Χοντρή κρέμα"
- "Χοντρή σούπα"
- "Πυκνός καπνός"
- "Πυκνή ομίχλη"
- συνώνυμο:
- χοντρός
4. Spoken as if with a thick tongue
- "The thick speech of a drunkard"
- "His words were slurred"
- synonym:
- slurred ,
- thick
4. Μιλημένος σαν με χοντρή γλώσσα
- "Ο χοντρός λόγος ενός μεθύστακα"
- "Τα λόγια του ήταν μπερδεμένα"
- συνώνυμο:
- παραπλανηθεί ,
- χοντρός
5. Having a short and solid form or stature
- "A wrestler of compact build"
- "He was tall and heavyset"
- "Stocky legs"
- "A thickset young man"
- synonym:
- compact ,
- heavyset ,
- stocky ,
- thick ,
- thickset
5. Έχοντας κοντή και συμπαγή μορφή ή ανάστημα
- "Ένας παλαιστής συμπαγούς κατασκευής"
- "Ήταν ψηλός και βαρύς"
- "Κοντόχοντρα πόδια"
- "Ένας χοντρός νεαρός"
- συνώνυμο:
- συμπαγής ,
- βαρύ ,
- κοντόχοντρος ,
- χοντρός ,
- νεκροτομή
6. Hard to pass through because of dense growth
- "Dense vegetation"
- "Thick woods"
- synonym:
- dense ,
- thick
6. Δύσκολο να περάσει λόγω της πυκνής ανάπτυξης
- "Πυκνή βλάστηση"
- "Χοντρά δάση"
- συνώνυμο:
- πυκνός ,
- χοντρός
7. (of darkness) very intense
- "Thick night"
- "Thick darkness"
- "A face in deep shadow"
- "Deep night"
- synonym:
- thick ,
- deep
7. (του σκότους) πολύ έντονο
- "Χοντρή νύχτα"
- "Χοντρό σκοτάδι"
- "Ένα πρόσωπο σε βαθιά σκιά"
- "Βαθιά νύχτα"
- συνώνυμο:
- χοντρός ,
- βαθιά
8. (used informally) associated on close terms
- "A close friend"
- "The bartender was chummy with the regular customers"
- "The two were thick as thieves for months"
- synonym:
- chummy ,
- buddy-buddy ,
- thick(p)
8. (χρησιμοποιείται ανεπίσημα) που σχετίζεται με στενούς όρους
- "Ένας στενός φίλος"
- "Ο μπάρμαν ήταν τσιγκούνης με τους τακτικούς πελάτες"
- "Οι δυο τους ήταν χοντροί σαν κλέφτες για μήνες"
- συνώνυμο:
- τσιγκούνης ,
- φίλε-φίλε ,
- παχύ(p)
9. (used informally) stupid
- synonym:
- blockheaded ,
- boneheaded ,
- duncical ,
- duncish ,
- fatheaded ,
- loggerheaded ,
- thick ,
- thickheaded ,
- thick-skulled ,
- wooden-headed
9. (χρησιμοποιείται ανεπίσημα) ηλίθιος
- συνώνυμο:
- αποκλεισμένο ,
- οστεοκεφαλήσ ,
- δουνκικόσ ,
- παραπονιέμαι ,
- χοντροκώλησ ,
- καταγραφή ,
- χοντρός ,
- χοντροκέφαλοσ ,
- χοντρό κρανίο ,
- ξυλοκέφαλος
10. Abounding
- Having a lot of
- "The top was thick with dust"
- synonym:
- thick
10. Αφθονώ
- Έχοντας πολλά
- "Η κορυφή ήταν παχιά από σκόνη"
- συνώνυμο:
- χοντρός
adverb
1. With a thick consistency
- "The blood was flowing thick"
- synonym:
- thickly ,
- thick
1. Με παχιά σύσταση
- "Το αίμα έρεε πυκνό"
- συνώνυμο:
- πυκνά ,
- χοντρός
2. In quick succession
- "Misfortunes come fast and thick"
- synonym:
- thick ,
- thickly
2. Σε γρήγορη διαδοχή
- "Οι ατυχίες έρχονται γρήγορα και πυκνά"
- συνώνυμο:
- χοντρός ,
- πυκνά