Translation meaning & definition of the word "thermostat" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θερμοστάτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thermostat
[Θερμοστάτης]/θərməstæt/
noun
1. A regulator for automatically regulating temperature by starting or stopping the supply of heat
- synonym:
- thermostat ,
- thermoregulator
1. Ρυθμιστής για την αυτόματη ρύθμιση της θερμοκρασίας με την έναρξη ή τη διακοπή της παροχής θερμότητας
- συνώνυμο:
- θερμοστάτης ,
- θερμορυθμιστή
verb
1. Control the temperature with a thermostat
- synonym:
- thermostat
1. Ελέγξτε τη θερμοκρασία με ένα θερμοστάτη
- συνώνυμο:
- θερμοστάτης