Translation meaning & definition of the word "therapy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεραπεία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Therapy
[Θεραπεία]/θɛrəpi/
noun
1. (medicine) the act of caring for someone (as by medication or remedial training etc.)
- "The quarterback is undergoing treatment for a knee injury"
- "He tried every treatment the doctors suggested"
- "Heat therapy gave the best relief"
- synonym:
- therapy
1. (φάρμακο) η πράξη της φροντίδας για κάποιον (α με φαρμακευτική αγωγή ή επανορθωτική εκπαίδευση κλπ.)
- "Το τέταρτο της πλάτης υποβάλλεται σε θεραπεία για τραυματισμό στο γόνατο"
- "Δοκίμησε κάθε θεραπεία που πρότειναν οι γιατροί"
- "Η θεραπεία με θερμότητα έδωσε την καλύτερη ανακούφιση"
- συνώνυμο:
- θεραπεία
Examples of using
It is correct to say that psychological readiness is important in this therapy.
Είναι σωστό να πούμε ότι η ψυχολογική ετοιμότητα είναι σημαντική σε αυτή τη θεραπεία.