Translation meaning & definition of the word "therapist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεραπευτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Therapist
[Θεραπευτήσ]/θɛrəpəst/
noun
1. A person skilled in a particular type of therapy
- synonym:
- therapist ,
- healer
1. Ένα άτομο ειδικευμένο σε ένα συγκεκριμένο τύπο θεραπείας
- συνώνυμο:
- θεραπευτής ,
- θεραπευτήσ
Examples of using
You should see a therapist.
Πρέπει να δείτε έναν θεραπευτή.
Tom has been seeing a therapist for a month and a half.
Ο Τομ βλέπει έναν θεραπευτή εδώ και ενάμιση μήνα.