Translation meaning & definition of the word "theorist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θεωριανός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Theorist
[Θεωρητικόσ]/θiərɪst/
noun
1. Someone who theorizes (especially in science or art)
- synonym:
- theorist ,
- theoretician ,
- theorizer ,
- theoriser ,
- idealogue
1. Κάποιος που θεωρεί (ειδικά στην επιστήμη ή το αρτ)
- συνώνυμο:
- θεωρητικόσ ,
- θεωρητικός ,
- θεωρητικολόγοσ ,
- θεοφώνησ ,
- ιδεώδησ