Translation meaning & definition of the word "thatch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιχνίδι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Thatch
[Θάτσα]/θæʧ/
noun
1. Hair resembling thatched roofing material
- synonym:
- thatch
1. Μαλλιά που μοιάζουν με αυτό το υλικό στέγης
- συνώνυμο:
- θεσσ
2. Plant stalks used as roofing material
- synonym:
- thatch
2. Μίσχοι φυτών που χρησιμοποιούνται ως υλικό κατασκευής σκεπής
- συνώνυμο:
- θεσσ
3. An english pirate who operated in the caribbean and off the atlantic coast of north america (died in 1718)
- synonym:
- Teach ,
- Edward Teach ,
- Thatch ,
- Edward Thatch ,
- Blackbeard
3. Ένας άγγλος πειρατής που λειτούργησε στην καραϊβική και στα ανοικτά των ακτών του ατλαντικού της βόρειας αμερικής (πέθανε το 1718)
- συνώνυμο:
- Διδάσκω ,
- Ο Έντουαρντ διδάσκει ,
- Θάτσα ,
- Έντουαρντ Άτσε ,
- Μαύρη
4. A house roof made with a plant material (as straw)
- synonym:
- thatch ,
- thatched roof
4. Μια στέγη κατοικίας φτιαγμένη με φυτικό υλικό (ας άχυ)
- συνώνυμο:
- θεσσ ,
- ταράτσα
verb
1. Cover with thatch
- "Thatch the roofs"
- synonym:
- thatch
1. Καλύψτε με τον αυτοκόλλητο
- "Ταίριαξε τις στέγες"
- συνώνυμο:
- θεσσ