Translation meaning & definition of the word "testy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τελετή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Testy
[Μαγευτικόσ]/tɛsti/
adjective
1. Easily irritated or annoyed
- "An incorrigibly fractious young man"
- "Not the least nettlesome of his countrymen"
- synonym:
- cranky ,
- fractious ,
- irritable ,
- nettlesome ,
- peevish ,
- peckish ,
- pettish ,
- petulant ,
- scratchy ,
- testy ,
- tetchy ,
- techy
1. Εύκολα ερεθισμένος ή ενοχλημένος
- "Ένας ανελέητα θρυμματισμένος νέος"
- "Όχι το λιγότερο τραγανό των συμπατριωτών του"
- συνώνυμο:
- παλαβός ,
- αποσπασματικός ,
- ευερέθιστοσ ,
- τραγανόσ ,
- πεβρώδησ ,
- πεκινουά ,
- πετρώδησ ,
- απολιθωτικό ,
- τραχύσ ,
- περιποιημένοσ ,
- τέτσι ,
- τεχνολογικά