Translation meaning & definition of the word "tester" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ελεγκτής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tester
[Δοκιμαστήσ]/tɛstər/
noun
1. Someone who administers a test to determine your qualifications
- synonym:
- examiner ,
- tester ,
- quizzer
1. Κάποιος που διαχειρίζεται μια δοκιμή για να καθορίσει τα προσόντα σας
- συνώνυμο:
- εξεταστήσ ,
- δοκιμαστήσ ,
- κουίζερ
2. A flat canopy (especially one over a four-poster bed)
- synonym:
- tester
2. Ένα επίπεδο θόλο (ειδικά ένα πάνω από ένα τετραποστειρωμένο κρεβάτι)
- συνώνυμο:
- δοκιμαστήσ