Translation meaning & definition of the word "tested" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δοκιμασμένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tested
[Δοκιμασμένο]/tɛstɪd/
adjective
1. Tested and proved useful or correct
- "A tested method"
- synonym:
- tested ,
- tried ,
- well-tried
1. Δοκιμασμένο και αποδεδειγμένο χρήσιμο ή σωστό
- "Μια δοκιμασμένη μέθοδος"
- συνώνυμο:
- δοκιμασμένο ,
- δοκίμασε ,
- καλά δοκιμασμένος
2. Tested and proved to be reliable
- synonym:
- tested ,
- time-tested ,
- tried ,
- tried and true
2. Δοκιμασμένο και αποδεδειγμένο ότι είναι αξιόπιστο
- συνώνυμο:
- δοκιμασμένο ,
- δοκιμασμένος στο χρόνο ,
- δοκίμασε ,
- δοκιμασμένο και αληθινό