Translation meaning & definition of the word "testament" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περίπτωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Testament
[Διαθήκη]/tɛstəmənt/
noun
1. A profession of belief
- "He stated his political testament"
- synonym:
- testament
1. Επάγγελμα της πίστης
- "Είπε την πολιτική του διαθήκη"
- συνώνυμο:
- διαθήκη
2. A legal document declaring a person's wishes regarding the disposal of their property when they die
- synonym:
- will ,
- testament
2. Ένα νομικό έγγραφο που δηλώνει τις επιθυμίες ενός ατόμου σχετικά με τη διάθεση της περιουσίας του όταν πεθαίνει
- συνώνυμο:
- θα ,
- διαθήκη
3. Strong evidence for something
- "His easy victory was a testament to his skill"
- synonym:
- testament
3. Ισχυρές αποδείξεις για κάτι
- "Η εύκολη νίκη του ήταν μια απόδειξη της ικανότητάς του"
- συνώνυμο:
- διαθήκη
4. Either of the two main parts of the christian bible
- synonym:
- Testament
4. Ένα από τα δύο κύρια μέρη της χριστιανικής βίβλου
- συνώνυμο:
- Διαθήκη
Examples of using
At times, a small gift can serve as a testament of a great love.
Μερικές φορές, ένα μικρό δώρο μπορεί να χρησιμεύσει ως απόδειξη μιας μεγάλης αγάπης.