Translation meaning & definition of the word "test" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δοκιμή" στην ελληνική γλώσσα
Test
[Δοκιμή]noun
1. Trying something to find out about it
- "A sample for ten days free trial"
- "A trial of progesterone failed to relieve the pain"
- synonym:
- trial ,
- trial run ,
- test ,
- tryout
1. Προσπαθώντας κάτι να μάθετε γι 'αυτό
- "Ένα δείγμα για δέκα ημέρες δωρεάν δοκιμή"
- "Μια δοκιμή προγεστερόνης απέτυχε να ανακουφίσει τον πόνο"
- συνώνυμο:
- δίκη ,
- δοκιμαστικός ,
- δοκιμή ,
- δοκιμάστε
2. Any standardized procedure for measuring sensitivity or memory or intelligence or aptitude or personality etc
- "The test was standardized on a large sample of students"
- synonym:
- test ,
- mental test ,
- mental testing ,
- psychometric test
2. Οποιαδήποτε τυποποιημένη διαδικασία μέτρησης ευαισθησίας ή μνήμης ή νοημοσύνης ή ικανότητας ή προσωπικότητας κ.λπ
- "Η δοκιμή τυποποιήθηκε σε ένα μεγάλο δείγμα φοιτητών"
- συνώνυμο:
- δοκιμή ,
- ψυχική δοκιμασία ,
- πνευματική δοκιμή ,
- ψυχομετρική δοκιμή
3. A set of questions or exercises evaluating skill or knowledge
- "When the test was stolen the professor had to make a new set of questions"
- synonym:
- examination ,
- exam ,
- test
3. Ένα σύνολο ερωτήσεων ή ασκήσεων που αξιολογούν την ικανότητα ή τη γνώση
- "Όταν η δοκιμή κλάπηκε, ο καθηγητής έπρεπε να κάνει ένα νέο σύνολο ερωτήσεων"
- συνώνυμο:
- εξέταση ,
- δοκιμή
4. The act of undergoing testing
- "He survived the great test of battle"
- "Candidates must compete in a trial of skill"
- synonym:
- test ,
- trial
4. Η πράξη της υποβολής των δοκιμών
- "Επέζησε από τη μεγάλη δοκιμασία της μάχης"
- "Οι υποψήφιοι πρέπει να ανταγωνίζονται σε μια δοκιμή δεξιοτήτων"
- συνώνυμο:
- δοκιμή ,
- δίκη
5. The act of testing something
- "In the experimental trials the amount of carbon was measured separately"
- "He called each flip of the coin a new trial"
- synonym:
- test ,
- trial ,
- run
5. Η πράξη του να δοκιμάζεις κάτι
- "Στις πειραματικές δοκιμές η ποσότητα του άνθρακα μετρήθηκε ξεχωριστά"
- "Αποκάλεσε κάθε στροφή του νομίσματος μια νέα δοκιμή"
- συνώνυμο:
- δοκιμή ,
- δίκη ,
- τρέχω
6. A hard outer covering as of some amoebas and sea urchins
- synonym:
- test
6. Ένα σκληρό εξωτερικό κάλυμμα από κάποια αμοιβάδα και αχινούς
- συνώνυμο:
- δοκιμή
verb
1. Put to the test, as for its quality, or give experimental use to
- "This approach has been tried with good results"
- "Test this recipe"
- synonym:
- test ,
- prove ,
- try ,
- try out ,
- examine ,
- essay
1. Βάλτε στη δοκιμή, όπως για την ποιότητά του, ή δώστε την πειραματική χρήση σε
- "Η προσέγγιση αυτή έχει δοκιμαστεί με καλά αποτελέσματα"
- "Δοκιμάστε αυτή τη συνταγή"
- συνώνυμο:
- δοκιμή ,
- αποδεικνύω ,
- προσπαθήστε ,
- δοκιμάστε ,
- εξετάζω ,
- δοκίμιο
2. Test or examine for the presence of disease or infection
- "Screen the blood for the hiv virus"
- synonym:
- screen ,
- test
2. Ελέγξτε ή εξετάστε για την παρουσία ασθένειας ή λοίμωξης
- "Εξετάστε το αίμα για τον ιό του ιβι"
- συνώνυμο:
- οθόνη ,
- δοκιμή
3. Examine someone's knowledge of something
- "The teacher tests us every week"
- "We got quizzed on french irregular verbs"
- synonym:
- quiz ,
- test
3. Εξετάστε τη γνώση κάποιου για κάτι
- "Ο δάσκαλος μας δοκιμάζει κάθε εβδομάδα"
- "Κάναμε κουίζ στα γαλλικά ακανόνιστα ρήματα"
- συνώνυμο:
- κουίζ ,
- δοκιμή
4. Show a certain characteristic when tested
- "He tested positive for hiv"
- synonym:
- test
4. Εμφανίστε ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό όταν εξετάζεται
- "Έσκεψε θετικά για το ισλ"
- συνώνυμο:
- δοκιμή
5. Achieve a certain score or rating on a test
- "She tested high on the lsat and was admitted to all the good law schools"
- synonym:
- test
5. Επιτύχετε μια συγκεκριμένη βαθμολογία ή βαθμολογία σε μια δοκιμή
- "Έλεγξε ψηλά το λσατ και έγινε δεκτή σε όλες τις καλές νομικές σχολές"
- συνώνυμο:
- δοκιμή
6. Determine the presence or properties of (a substance)
- synonym:
- test
6. Προσδιορίστε την παρουσία ή τις ιδιότητες της ουσίας ()
- συνώνυμο:
- δοκιμή
7. Undergo a test
- "She doesn't test well"
- synonym:
- test
7. Υποβάλλομαι σε δοκιμή
- "Δεν τεστάρει καλά"
- συνώνυμο:
- δοκιμή