Translation meaning & definition of the word "terrorist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρομοκράτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Terrorist
[Τρομοκρατών]/tɛrərɪst/
noun
1. A radical who employs terror as a political weapon
- Usually organizes with other terrorists in small cells
- Often uses religion as a cover for terrorist activities
- synonym:
- terrorist
1. Ένας ριζοσπάστης που χρησιμοποιεί τον τρόμο ως πολιτικό όπλο
- Συνήθως οργανώνεται με άλλους τρομοκράτες σε μικρά κελιά
- Συχνά χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως κάλυψη για τρομοκρατικές δραστηριότητες
- συνώνυμο:
- τρομοκράτης
Examples of using
Tom was accused of selling weapons to a terrorist group.
Ο Τομ κατηγορήθηκε ότι πούλησε όπλα σε τρομοκρατική ομάδα.
The agent was able to squeeze a confession out of the terrorist.
Ο πράκτορας ήταν σε θέση να αποσπάσει μια ομολογία από τον τρομοκράτη.
I hate terrorist organizations.
Μισώ τις τρομοκρατικές οργανώσεις.