Translation meaning & definition of the word "territorial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εδαφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Territorial
[Εδαφικόσ]/tɛrɪtɔriəl/
noun
1. Nonprofessional soldier member of a territorial military unit
- synonym:
- territorial
1. Μη επαγγελματίας στρατιώτης μέλος εδαφικής στρατιωτικής μονάδας
- συνώνυμο:
- εδαφικόσ
2. A territorial military unit
- synonym:
- territorial ,
- territorial reserve
2. Μια εδαφική στρατιωτική μονάδα
- συνώνυμο:
- εδαφικόσ ,
- εδαφικό απόθεμα
adjective
1. Of or relating to a territory
- "The territorial government of the virgin islands"
- "Territorial claims made by a country"
- synonym:
- territorial
1. Από ή σχετίζονται με μια επικράτεια
- "Η εδαφική κυβέρνηση των παρθένων νήσων"
- "Εδαφικές απαιτήσεις από μια χώρα"
- συνώνυμο:
- εδαφικόσ
2. Displaying territoriality
- Defending a territory from intruders
- "Territorial behavior"
- "Strongly territorial birds"
- synonym:
- territorial
2. Εμφάνιση εδαφικότητας
- Υπεράσπιση ενός εδάφους από εισβολείς
- "Εδαφική συμπεριφορά"
- "Ισχυρά εδαφικά πουλιά"
- συνώνυμο:
- εδαφικόσ
3. Belonging to the territory of any state or ruler
- "Territorial rights"
- synonym:
- territorial
3. Ανήκει στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους ή κυβερνήτη
- "Περιφερειακά δικαιώματα"
- συνώνυμο:
- εδαφικόσ