Translation meaning & definition of the word "terrifying" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "τροποποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Terrifying
[Τρομακτικός]/tɛrəfaɪɪŋ/
adjective
1. Causing extreme terror
- "A terrifying wail"
- synonym:
- terrific ,
- terrifying
1. Προκαλώντας ακραία τρομοκρατία
- "Ένα τρομακτικό φιλανθρωπικό"
- συνώνυμο:
- φοβερός ,
- τρομακτικός