Translation meaning & definition of the word "terrifically" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειδικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Terrifically
[Τρομερά]/tərɪfɪkli/
adverb
1. (used as an intensifier) extremely well
- "Her voice is superbly disciplined"
- "The colors changed wondrously slowly"
- synonym:
- wonderfully ,
- wondrous ,
- wondrously ,
- superbly ,
- toppingly ,
- marvellously ,
- terrifically ,
- marvelously
1. (χρησιμοποιείται ως ενισχυτής) εξαιρετικά καλά
- "Η φωνή της είναι εξαιρετικά πειθαρχημένη"
- "Τα χρώματα άλλαξαν θαυμαστά αργά"
- συνώνυμο:
- υπέροχα ,
- θαυμαστόσ ,
- θαυμαστά ,
- επικαλυπτικά ,
- θαυμάσια ,
- τρομερά
Examples of using
Girls, you did terrifically. You've truly earned this victory.
Κορίτσια, το κάνατε τρομερά. Έχετε πραγματικά κερδίσει αυτή τη νίκη.