Translation meaning & definition of the word "terrier" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "πετρέλαιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Terrier
[Τεριέ]/tɛriər/
noun
1. Any of several usually small short-bodied breeds originally trained to hunt animals living underground
- synonym:
- terrier
1. Οποιαδήποτε από τις πολλές συνήθως μικρές φυλές βραχείων σωμάτων εκπαιδεύτηκε αρχικά για να κυνηγήσει τα ζώα που ζουν υπόγεια
- συνώνυμο:
- τεριέ