Translation meaning & definition of the word "terrace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βεράντα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Terrace
[Βεράντα]/tɛrəs/
noun
1. Usually paved outdoor area adjoining a residence
- synonym:
- patio ,
- terrace
1. Συνήθως πλακόστρωτος εξωτερικός χώρος που βρίσκεται δίπλα σε κατοικία
- συνώνυμο:
- αίθριο ,
- βεράντα
2. A level shelf of land interrupting a declivity (with steep slopes above and below)
- synonym:
- terrace ,
- bench
2. Ένα επίπεδο ράφι γης που διακόπτει μια δηλητηρίαση (με απότομες πλαγιές πάνω και κάτω από το)
- συνώνυμο:
- βεράντα ,
- πάγκος
3. A row of houses built in a similar style and having common dividing walls (or the street on which they face)
- "Grosvenor terrace"
- synonym:
- terrace
3. Μια σειρά από σπίτια χτισμένα σε παρόμοιο στυλ και έχουν κοινούς διαχωριστικούς τοίχους (ή το δρόμο στον οποίο αντιμετωπίζουν)
- "Βεράντα γρόσια"
- συνώνυμο:
- βεράντα
verb
1. Provide (a house) with a terrace
- "We terrassed the country house"
- synonym:
- terrace ,
- terrasse
1. Παρέχετε ( σπίτι) με βεράντα
- "Φοβηθήκαμε το εξοχικό σπίτι"
- συνώνυμο:
- βεράντα ,
- τερράσ
2. Make into terraces as for cultivation
- "The incas terraced their mountainous land"
- synonym:
- terrace
2. Μετατρέψτε σε βεράντες ως προς την καλλιέργεια
- "Οι ίνκας ανέβηκαν στην ορεινή γη τους"
- συνώνυμο:
- βεράντα